Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Προμηθέας


Συνέχεια από το άρθρο "... στη Γνώση"


Με το βλέμμα χαμηλά κοιτάζω το χώμα που πατώ. Πέτρες κοφτερές σαν λεπίδες γλύφουν τα γυμνά μου πόδια. Κάθε μου βήμα μια πληγή, κάθε μου πληγή τροφή για το άγονο βουνό που καλούμαι να ανέβω. Ο Καύκασος ένα πεινασμένο τέρας, πεινασμένο για αίμα, για την τιμωρία, τον πόνο, την κραυγή της απόγνωσης, αυτή που καλεί σε έλεος, αυτή που ικετεύει, την κραυγή που αρνήθηκα και αρνούμαι ακόμα να βγάλω απ' τα πνευμόνια μου.

Ο αέρας κρύος και κοφτερός, μανιασμένος. Τρυπάει κάθε σπιθαμή του γυμνού κορμιού μου. Νιώθω τον πειρασμό να καλυφτώ έστω μάταια με τα χέρια μου αλλά οι αλυσίδες... οι καταραμμένες αλυσίδες. Αυτές! Αυτές είναι το πείσμα μου, αυτές με κάνουν να μη δείχνω ούτε μια στιγμή ότι υποφέρω, να μην οδύρομαι και να μην κλαίω. Καταπίνω τον πόνο μου, σφίγγω τα δόντια μου και σχηματίζεται το πιο λυσσασμένο, το πιο άρρωστο, το πιο γενναίο χαμόγελο στο πρόσωπό μου.

Υψώνω το βλέμμα μου ψηλά, όπως μου αρμόζει, όπως αρμόζει και σε σας, παιδιά μου. Ο ουρανός συννεφιασμένος. Μαύρα σύννεφα και κρότοι απόκοσμοι κρύβονται πίσω από τα πέπλα τους. Κρότοι μιας καταστροφικής οργής, τα θυμωμένα μουγκριτά ενός πληγωμένου τυράννου που αν και πληγωμένος ακόμα έχει δύναμη, ακόμα μπορεί να γκρεμίσει και να χτίσει κόσμους ολόκληρους, ακόμα έχει τη δύναμη να διαλύσει αυτό το στολίδι του κόσμου, εσάς παιδιά μου.

Ανεβαίνω στο βουνό του μαρτυρίου. Σταγόνες βροχής βρέχουν τα μαλλιά, το πρόσωπό μου και τους ώμους μου. Κι όσο ανεβαίνω, τόσο η βροχή δυναμώνει, σαν να θέλει να με κρατήσει κάτω, να με καθηλώσει και το βάρος της γίνεται ασήκωτο ακόμα και για μένα, το πιο φωτεινό από τα εγγόνια της Γαίας. Οι πέτρες που πατώ χαράζουν τη σάρκα μου, αίμα και σκισμένα δέρματα αφήνω πίσω μου, ο αέρας συνεχίζει να χτυπά και κάνει το δρόμο πιο δύσκολο. Τι ειρωνία; Η φύση η ίδια να με εμποδίζει, να με εμποδίζει να ανέβω στην κορυφή του μαρτυρίου μου. Όλα να με αναγκάζουν να θέλω να πιω το πικρό ποτήρι ενός αιώνιου θανάτου. Η καταδίκη του θεού είναι καταδίκη του κόσμου όλου. Δεν υπάρχει κανείς στο πλευρό μου. Η καταδίκη μου είναι η μοναξιά μου και ο Καύκασος ο θρόνος της απελπισίας μου. Τα στοιχεία της φύσης με τιμωρούν κι αυτά σαν να τους έφταιξα. Λυγίζω... γονατίζω για λίγο και πέφτω. Αλλά πέφτω μόνο για να ξανασηκωθώ και το πράττω. Δε φοβάμαι, σφίγγω τα δόντια και συνεχίζω τον ανήφορο με άδειο βλέμμα, με μια ψυχή μαύρη, με στόμα ξερό και σώμα ματωμένο. Συνεχίζω... πορεύομαι, ανεβαίνω. Αυτό σας έμαθα να κάνετε, αυτό θα κάνω κι εγώ τούτη τη στερνή ώρα. Το δέρμα μου παγωμένο απ' το κρύο, το σώμα μου γυμνό κι εκτεθειμένο στις κακουχίες, τα δεσμά βαριά, να μη μπορώ να ξεφύγω, να μην έχω έστω μια ψευαίσθηση γαλήνης για μια στιγμή λίγο πριν το αιώνιο μαρτύριο. Μέσα μου πονάω, φλέγομαι και κλαίω, μέσα μου διαλύεται το παν από την απελπισία.

 Τα λόγια του θεού, του δαίμονα, τα λόγια του τύραννου ξανάρχονται στη θύμησή μου: "Ποιος είσαι εσύ που θα αμφισβητήσεις τον κόσμο ολόκληρο, ποιος είσαι εσύ που θα κοιτάξεις κατάματα θεούς και πώς τολμάς να διδάξεις αυτό το ανοσιούργημα στους ανθρώπους; Δεν αξίζουν τίποτα από αυτά, δεν αξίζουν να ξέρουν, δεν αξίζουν την ελπίδα που τους χάρισες. Δεν αξίζουν ούτε την αγάπη ενός  τιποτένιου όπως εσύ. Αλλά είσαι τόσο ανόητος που πίστεψες πως θα σ' ευχαριστούσαν και θα σε δόξαζαν. Η ανοησία σου θα σου κοστίσει ακριβά λοιπόν, γιε του Ιαπετού. Άκου με και να θυμάσαι. Οι άνθρωποι ξεχνούν, μισούν όποιον τους ευεργετεί. Το χειρότερο είναι ότι οι άνθρωποι φοβούνται, ποτέ σου δεν το κατάλαβες. Φοβούνται το Κράτος γιατί τους πείθει το ψέμα του, τους γλυκαίνει και δε θέλουν να το στερηθούν. Τους φοβίζει η Βία γιατί πάνω από όλα, πάνω από τις ιδέες, πάνω από κάθε ιερό και αληθινό, ένα βάζουν, τη ζωή τους, το κενό τους σαρκίο, αυτό τους νοιάζει, αυτό φοβούνται να χάσουν και μόνο. Τα άλλα όλα να πάνε στον Τάρταρο! Τα όνειρά σου γι' αυτούς θα πεθάνουν μαζί σου αργά και οδυνηρά!".

Δεν πρέπει να αφήσω τη φωνή να με κυριεύσει. Δεν πρέπει να απελπιστώ. Ας προσπαθήσω, ακόμα ένα βήμα, ακόμα μια σπιθαμή προς τα πάνω. Ακόμα ένα δάκρυ που δε θα βγει απ' τα μάτια μου, ακόμα ένα γέλιο σε κάθε χτύπημα, ακόμα μια νίκη πάνω στον Τύραννο. Φτάνω στο βράχο του Πόνου. Τα δεσμά σφινώνουν στην άψυχη πέτρα για να μη βγουν ποτέ ξανά. Ακούω ένα ένα τα σφυριλατήματα του Ηφαίστου. Σαν σφραγίδες της αιώνιας καταδίκης μου,του ατέλειωτου μαρτυρίου μου ακούγονται και αντιλαλούν στα αφτιά μου. Είμαι εγώ και ο δήμιός μου πλέον. Τον ακούω δαιμονισμένο να έρχεται απ' τα ουράνια με μια μανία και μια οργή χωρίς άλλη όμοια.

Καταραμένο για πάντα να' σαι αρπακτικό, στοιχειό του θανάτου. Μια σκιά που πνίγει τις ελπίδες μας στο μαύρο. Είσαι μια σκιά, ένα ψέμα, δεν αξίζεις το φόβο μας, ούτε το δικό μου, ούτε των παιδιών μου!  Το όρνιο κάθεται δίπλα μου και αρχίζει να τρυπά το δέρμα μου, ψαχουλεύει για το έπαθλό του. Ο πόνος είναι ανυπολόγιστος πια. Καμιά κραυγή δε φτάνει για να απαλύνει το βάσανο. Το αίμα μου ποτίζει το βράχο και από την κορυφή αυτή του κόσμου ποτίζει την οικουμένη. Τις νύχτες βρέχει και η πληγή ξεπλένεται. Τη μέρα πάλι ο τιμωρός μου ξεσκίζει τα σπλάχνα κι απολαμβάνει έτσι φυσικά τον πόνο του θηράματος. Και μετά το ίδιο, και ξανά, και ξανά, για πάντα, αιώνια...

Έχω πια λυγίσει. Δεν μπορώ να κρατηθώ στα γόνατά μου. Τα χέρια μου κρέμονται από τις αλυσίδες. Το κεφάλι μου είναι χωμένο ανάμεσα στους ώμους μου. Κάθε δύναμη στο σώμα μου έχει στερέψει και το μόνο που θέλω είναι να δοθεί ένα τέλος σε τούτο το μαρτύριο μια για πάντα. Αλλά η βουλή του Τυράννου έχει προβλέψει αλλιώς. Με θέλει δεσμώτη στο διάβα του χρόνου, να ματώνω και να ταπεινώνομαι, να είμαι αυτό που θα φοβάστε να γίνετε και όχι αυτό που πρέπει να γίνετε. Οι μέρες περνούν βυθισμένες στη δοκιμασία. Οι νύχτες αναπληρώνουν τις δυνάμεις ισα ίσα για να μπορώ να αντέξω και την επόμενη. Έχω μια αιωνιότητα για να πεθάνω, μια ολόκληρη αιωνιότητα για να είμαι περήφανος για το έγκλημά μου. Τα δάκρυα έχουν στερέψει, δεν έχω φωνή να φωνάξω, έχω στραγγίξει από αίμα. Το σώμα μου δεν θυμίζει τίποτα από την αρχαία φωτεινή γενιά μου. Ταπεινώθηκα, ατιμώθηκα και τιμωρούμαι όσο άλλος κανείς. Και η ποινή δεν είναι για το παράπτωμα το ίδιο. Δεν είναι που έδειξα ανυπακοή στο νόμο, είναι που το έκανα με τη Θέλησή μου. Είναι που ούτε μια στιγμή δε μετάνιωσα γι' αυτό παρά τις συμφορές μου.

Είναι που μέσα στο χάος βρήκα ελπίδα στα μάτια σας, είδα τη φωτιά στις καρδιές σας και με κερδίσατε. Εκεί βρήκα το μόνο φως μέσα στο σκοτάδι της ματαιότητας αυτού του κόσμου. Σας είδα και είπα: " Τι πιο ευγενές από τούτο εδώ το πλάσμα, ένα πλάσμα που ξέρει να αγαπά και να φοβάται το άγνωστο γύρω του. Τι πιο όμορφο από ένα πλάσμα που παρά τη γύμνια του, την αδυναμία του και τη μοναξιά του σε αυτό το σύμπαν, θέλει να επιβιώσει. ΘΕΛΕΙ και έχει διαλέξει να ΜΑΘΕΙ. Ποιος είμαι εγώ που θα στερήσω αυτό το δώρο σε όποιον το επιθυμεί; Ποιος θεός είναι τόσο άκαρδος να αφήσει ό,τι πιο θαυμάσιο έχει υπάρξει στην Πλάση να ζει στο σκοτάδι της άγνοιας; Ποιος είμαι εγώ που θα πω ότι είμαι θεός ενώ είμαι μπροστά στους αληθινούς θεούς, εσάς κόρες μου και γιοι μου;".

Σας θαύμασα, γιατί διαλύσατε το σκοτάδι της ψεύτικης αθανασίας μου. Κατάρα ήταν για μένα να έχω μια ζωή ατέλειωτη και να ξέρω τα πάντα. Σε σας είδα αυτό που λείπει στους θεούς, αυτό που φοβούνται οι θεοί πιο πολύ. Τη θνητότητα. Αυτή τη βαθιά γνώση του πεπερασμένου της ζωής που δίνει νόημα σε κάθε πράξη, σε κάθε αγάπη και κάθε μίσος, σε κάθε ανάσα σας πάνω στη γη, σε κάθε μόχθο, σε κάθε σταγόνα από αίμα και ιδρώτα σας. Η θνητότητα σας έμαθε να αγωνίζεστε, να πολεμάτε. Τα βάλατε με την φύση και όλο τον κόσμο και είπατε "Θα ζήσω, θα επικρατήσω". Το είδα στο βλέμμα σας, Άνθρωποι. Δεν μπόρεσα παρά να σας αγαπήσω με όλη μου την καρδιά και ορκίστηκα να θυσιάσω την ανούσια αθανασία μου αν είναι να σας δώσω το όπλο εκείνο που θα σας κάνει αυτό που προορίζεστε να γίνετε.

Έκλεψα τη φλόγα της Γνώσης και τα δώρα μου σε σας αμέτρητα. Μα πιο πολλά, αγαπημένα μου παιδιά, είναι αυτά που εσείς θα βρείτε, τα δώρα που θα κάνετε εσείς σε σας. Σας έδωσα τους τρόπους να κατακτήσετε τη γη, τη θάλασσα, τον αέρα, τα θηρία, τον καιρό και την ασθένεια. Πάνω από όλα όμως σας έδωσα τη λαχτάρα να το κάνετε. Είναι λάγνα η Φωτιά της Γνώσης φίλοι μου. Μόνο εκεί θα βρείτε αποκούμπι στον πανικό του σύμπαντος, μόνο εκεί θα βρείτε εξηγήσεις και παρηγοριά, αλλά εκεί είναι που θα καείτε. Αγκαλιάστε τη και πέστε στις φλόγες μαζί της για πάντα, όπως σας αγκάλιασα κι εγώ και καταδικάστηκα σε τιμωρία δίχως τέλος. Θα γευτείτε πόνο χωρίς προηγούμενο, γιατί όταν κανείς μαθαίνει πονάει συνάμα. Μα ο φόβος σας για τον πόνο δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτή τη δύναμη που σας παρασύρει στην καταστροφική λύτρωση. Η Θέληση για Γνώση, μια δίψα αστείρευτη, μια πηγή μόνιμης, ακατάπαυστης και ανυπόταχτης βούλησης, ένας δαιμονισμένος σπόρος που γεννά την αμφιβολία. Αυτό φύτεψα μέσα σας. Το θέλατε! Τα άγρια πρόσωπά σας δεν μπορέσαν να μου το κρύψουν. Γι' αυτό σας λάτρεψα Άνθρωποι.

Γι' αυτό θέλησα να σας δωρίσω ό,τι πολυτιμότερο είχα. Εμένα τον ίδιο, το είναι μου. Σας χαρίστηκα. Ανάμεσα στους θνητούς Ανθρώπους έμαθα να είμαι θεός. Με τη Φλόγα μου έμαθε ο Άνθρωπος τον θεό, έμαθε πως θέλει να γίνει θεός, έγινε θεός.

Γι' αυτό και το χαμόγελό μου δε θα σβήσει ποτέ από το πρόσωπό μου. Η πίκρα του πόνου δε θα ξεπεράσει ποτέ την περηφάνεια μου για σας. Είστε το νόημα και ο λόγος μου στον κόσμο και δε θα μετανιώσω ποτέ γι' αυτό.

Γι' αυτό Άνθρωπε σου δίνω την πιο γλυκιά κατάρα. Είθε να περιπλανιέσαι πάντα στα πελάγη του Αγνώστου! Είθε να διψάς ες αεί και ες αεί να πίνεις το αλατισμένο νερό της Γνώσης, αυτό που ποτέ δε σε ξεδιψάει, αλλά φλογίζει κι άλλο τη μανία και τη λύσσα σου. Είθε να κατακτήσεις τον κόσμο σου, τον εαυτό σου, το θείο. Μακάρι παιδιά μου, ακόμα κι αν στρέψετε την πλάτη σας στο δώρο μου, να γεννιούνται έστω ελάχιστοι φορείς της Φωτιάς, του σπέρματός μου να σας θυμίζουν ποιοι πραγματικά είστε. Είθε οι φόβοι σας να πεθάνουν μια για πάντα και να λάμπετε μέσα στα σκοτάδια, όπως αντηχούν στο χρόνο οι κραυγές του πόνου μου προς ανάμνησή σας.

Να θυμάστε ποιοι είστε και τι είστε ικανοί να καταφέρετε, παιδιά μου. Να με θυμάστε, μη φοβηθείτε. Κι αν φοβηθείτε θα είμαι πάντα εκεί, στην Κορυφή του κόσμου να σας κοιτώ.

Εγώ, που στη σκιά μου πνίγω το μαύρο, ο φίλος σας, ο αδελφός και πατέρας σας, ο Τιτάνας, ο Άνθρωπος, ο Θεός.

Εγώ, ο Προμηθέας.